ολιγάρκεια

ολιγάρκεια
η (ΑΜ ὀλιγάρκεια, Α και ὀλιγαρκία) [ολιγαρκής]
η ιδιότητα τού ολιγαρκούς, η ικανοποίηση με τα λίγα, το να αρκείται κανείς σε λίγα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολιγαρκής — ές (Α ὀλιγαρκής, ές) αυτός που αρκείται στα λίγα, που ικανοποιείται με τα λίγα και δεν επιζητεί τα πολλά, λιτός («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια», Παπαδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγαρκές η ολιγάρκεια. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • λιτότητα — η (Α λιτότης, ητος) [λιτός (I)] 1. η ιδιότητα τού λιτού, η απλότητα, το απέριττο, η ολιγάρκεια 2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο εκφράζεται αρνητικά μια έννοια ως στενότερη αυτής που υπονοείται, λ.χ.: α) «δεν είναι κακός» β) «μὴ ἀξύνετος εἶναι»… …   Dictionary of Greek

  • ολιγαρκία — ὀλιγαρκία, ἡ (Α) βλ. ολιγάρκεια …   Dictionary of Greek

  • ολιγόδεια — ὀλιγόδεια, ἡ (Α) [ολιγοδεής] η ιδιότητα τού ολιγοδεούς, ολιγάρκεια, λιτότητα …   Dictionary of Greek

  • Ανάχαρσις — (5ος αι. π.Χ.). Σκύθης σοφός. Οι Έλληνες τον συμπεριέλαβαν από τον 4o αι. π.Χ. στον κύκλο των Επτά Σοφών. Γιος του βασιλιά των Σκυθών, γνωρίστηκε στην Αθήνα με τον Σόλωνα, συναναστράφηκε στην Κόρινθο τον Περίανδρο και σχετίστηκε στις Σάρδεις με… …   Dictionary of Greek

  • ՍԱԿԱՒԱՊԻՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0686 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 10c գ. ՍԱԿԱՒԱՊԻՏՈՒԹԻՒՆ ὁλιγαρκία, ὁλιγάρκεια , ὁλιγοδεία, εὑτέλεια animus paucis contentus, frugalis. գրի եւ ՍԱԿԱՒԱՊԷՏՈՒԹԻՒՆ. Սակաւուք շատանալն. չափաւորութիւն, պարկեշտութիւն կերակրոց եւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”